- ψευδίζω
- ψευδίζω, ψεύδισα βλ. πίν. 33
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ψευδίζω — Ν [ψευδής] έχω ή εμφανίζω ψευδισμό, τσευδίζω … Dictionary of Greek
ψευδίζω — ψεύδισα, τραυλίζω, έχω ελαττωματική προφορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταψελλίζομαι — (Α) δυσκολεύομαι να προφέρω καλά όλα τα γράμματα, ψευδίζω («κατεψελλισμένοι τὴν φωνὴν ὑπὸ τοῡ οἴνου», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ψελλίζομαι «ψελλίζω»] … Dictionary of Greek
περιβαμβαίνω — ΜΑ (σχετικά με δόντια) χτυπώ δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. περι * + βαμβαίνω «τρέμω, τραυλίζω, ψευδίζω»] … Dictionary of Greek
τσευδίζω — και τσεβδίζω Ν [τσευδός / τσεβδός] ψευδίζω … Dictionary of Greek
υποτραυλίζω — ΜΑ [τραυλίζω] ψευδίζω λιγάκι, μιλώ κάπως ψευδά («ὑπὸ τοῡ ἀκράτου πονηρῶς ἔχων και ὑποτραυλίζειν γελοίως», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek
ψευδισμός — ο, Ν ιατρ. διαταραχή τού προφορικού λόγου που αφορά την άρθρωση και την προφορά, χωρίς εμφανή οργανική βλάβη τών φωνητικών οργάνων, κν. τσεύδισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ψεύδισμα — ίσματος, το, Ν [ψευδίζω]ψευδισμός … Dictionary of Greek
τραυλίζω — τραύλισα 1. αμτβ., είμαι τραυλός, πάσχω από τραυλισμό, ψευδίζω. 2. είμαι βραδύγλωσσος. 3. μτβ., λέω κάτι με αργή φωνή, ψελλίζω: Τραύλισε μια δικαιολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσεβδίζω — τσέβδισα, ψευδίζω, είμαι τσεβδός, τραυλίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)